- τρίδυμα
- τα тройня
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τρίδυμα — τρίδυμος threefold neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρίδυμος — η, ο / τρίδυμος, ον, ΝΑ 1. αυτός που γεννήθηκε μαζί με δύο άλλους κατά τον ίδιο τοκετό 2. τριπλός 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα τρίδυμα τρία παιδιά που γεννήθηκαν μαζί κατά τον ίδιο τοκετό νεοελλ. 1. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι τρίδυμοι τα τρίδυμα … Dictionary of Greek
τριπληγόνος — ον, Α αυτός που γεννάει τρίδυμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριπλόος / οῦς + γόνος (< γόνος < γίγνομαι). Το η τού τ. οφείλεται σε μετρικούς λόγους] … Dictionary of Greek
δίδυμα — Βιολογική εξαίρεση του ανθρώπινου είδους που συνίσταται στη γέννηση δύο (ή περισσότερων: τρίδυμα κλπ.) ανθρώπινων όντων με έναν μόνο τοκετό. Η συχνότητα δίδυμων κυήσεων ποικίλλει σημαντικά από χώρα σε χώρα: o μέσος στατιστικός δείκτης κυμαίνεται… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Λεμεσού (Κύπρου), Επαρχιακό — Το μουσείο, που χτίστηκε το 1975 (Κάνιγγος & Βύρωνος, Λεμεσός), εκτός από ευρήματα από τους σημαντικούς αρχαίους οικισμούς της Αμαθούντος, ανατολικά, και του Κουρίου, δυτικά της Λεμεσού, περιλαμβάνει ευρήματα από περίπου τριάντα άλλους… … Dictionary of Greek
Νεονίλλα — Αγία της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Καππαδοκία και μαρτύρησε με τα τρίδυμα εγγόνια της Ελάσιππο, Μέσιππο και Πεύσιππο. Η μνήμη της τιμάται στις 16 Ιανουαρίου … Dictionary of Greek
τρίδυμος — η, ο 1. τριπλός: Τρίδυμο νεύρο. 2. αυτός που γεννήθηκε με δύο άλλους στον ίδιο τοκετό. 3. το αρσ. και το ουδ. ως ουσ., τρίδυμοι οι, τρίδυμα, τα, τρία αδέρφια που γεννήθηκαν στον ίδιο τοκετό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)